- τέκμαρση
- η / τέκμαρσις, -άρσεως, ΝΜΑ [τεκμαίρομαι]η από βέβαια σημεία κρίση, η συναγωγή συμπεράσματος βάσει τεκμηρίωναρχ.1. η ικανότητα στη συναγωγή συμπερασμάτων2. διάγνωση με βάση ορισμένα συμπτώματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.